- κατάσπαρτος
- η , ο [ος , ον ]1) засеянный от края до края; 2) усеянный;
ουρανός κατάσπαρτος απ' τ' αστέρια — небо, усеянное звёздами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρανός κατάσπαρτος απ' τ' αστέρια — небо, усеянное звёздами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατάσπαρτος — η, ο ο σπαρμένος απ άκρη σ άκρη: Ο κάμπος ήταν κατάσπαρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάσπαρτος — η, ο [κατασπείρω] 1. αυτός που είναι σπαρμένος σε όλη του την έκταση 2. αυτός που είναι σκορπισμένος, απλωμένος παντού … Dictionary of Greek
πολύσπαρτος — η, ο, Ν πολύ σπαρμένος, κατάσπαρτος («την πολύσπαρτη γη», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαρτός (< σπείρω)] … Dictionary of Greek